- ερωτομανής
- -ές και ερωμανής, -ές (AM ἐρωτομανής, -ές και ἐρωμανής, -ές)αυτός που βρίσκεται διαρκώς σε ερωτική έξαψηνεοελλ.αυτός που πάσχει από ερωτομανία.[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + -μανής < μαίνομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρωτομανής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερωτομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που βρίσκεται συχνά στην κατάσταση του πολύ ερωτευμένου. 2. αυτός που κατέχεται από ερωτομανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρωτομανῆ — ἐρωτομανής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐρωτομανής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐρωτομανής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτομανές — ἐρωτομανής masc/fem voc sg ἐρωτομανής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτομανοῦς — ἐρωτομανής masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτομανέστατος — ἐρωτομανής masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτομανῶς — ἐρωτομανής adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερωτομανώ — και ερωμανώ (AM ἐρωτομανώ και ἐρωμανῶ, έω) [ερωτομανής] είμαι ερωτομανής νεοελλ. πάσχω από ερωτομανία … Dictionary of Greek
ἐρωτομανεῖς — ἐρωτομανέω pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐρωτομανής masc/fem acc pl ἐρωτομανής masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek